ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαραντώνω (ρ.) σαρανdώνου [saranˈdonu] Σίλ. σερανdώνω [seran'dono] Αξ., Σινασσ., Φάρασ. σερανdώνου [seranˈdonu] Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ. Από το αριθμτ. σαράντα, όπου και τύπ. σεράντα, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
1. Συμπληρώνω σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό (για λεχώνες και βρέφη) ό.π.τ. : Τουν σεράνdωνεν ντου φσ̑άχ' (όταν σαράντιζε το παιδί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Λόχ'σα μας ρε σεράdουσι (η λεχώνα μας δε σαράντισε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σα σερανdώνκε η 'οχούσα μοναχά τ'ς μο το φσ̑όκκο σα σ̑έρε πααίνκε σην εκκλεσία (Όταν σαράντιζε η λεχώνα μόνη της με το μωρό στα χέρια πήγαινε στην εκκλησία) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Συμπληρώνω σαράντα μέρες μετά τον θάνατο Μισθ., Σινασσ. : Πούρμη να σερανdώσ' μοίραζαν το τουρσάι (Πριν να σαραντίσει μοίραζαν το τρισάγιο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να με τα κάνει καθώς πρέπουν τα μνημόσυνά μου εις τα τριήμερά μου εις τα εννιάμερά μου έως να σερανdώσω (διαθήκη έτ. 1844) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. 'τουν σερανdώσ' Χριστός (Όταν σαραντίσει ο Χριστός˙ την ημέρα της Αναλήψεως) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Παίρνω την ευχή του σαραντίσματος Αξ.