σαρανταήμερο
(ουσ. ουδ.)
σερανdαήμερο
[serandaˈimero]
Αραβαν.
Πληθ.
σαρανdαήμερ'να
[sarandaˈimerna]
Ανακ., Ποτάμ.
σερανdόμερ'να
[seranˈdomerna]
Ανακ.
σεραντάμερ'να
[seranˈdamerna]
Ανακ., Σίλατ.
Μεσν. ουσ. σαρανταήμερο με επίδρ. του τύπ. σεράνdα. Ο τύπ. σερανdόμερ'να με επίδρ. των τύπ. γεν. μερ'νού και μερ'νών της λ. ημέρα.
1. Διάστημα 40 ημερών
Ανακ., Αραβαν.
:
|| Ασμ.
Σώθαν τα σαρανdάημερ'να και τα σαράντα μέρες
(Πέρασε το σαρανταήμερο και οι σαράντα ημέρες)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374
2. Το μεγάλο μνημόσυνο που γινόταν την τεσσαρακοστή ημέρα μετά τον θάνατο κάποιου
Ανακ., Σίλατ.
:
|| Ασμ.
Ετά τα σερανdάμερ'να να ήτα δώδεκα χρόνους
(αυτά τα σαρανταήμερα να ήταν δώδεκα χρόνια· από άσμ. που τραγουδούσαν με συνοδεία ντεφιού στο γενικό μνημόσυνο υπέρ της αναπαύσεως των ψυχών που τελείτο κατά την εορτή του Αγίου Ιγνατίου, πενήντα μέρες μετά το Πάσχα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. H Σαρακοστή
Ποτάμ.
:
Σαρανdαήμερ'να λέισκαμ’ του Χριστού Σαρακοστή
(Σαρανταήμερα λέγαμε την Μεγάλη Σαρακοστή του Πάσχα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326