γιαγλαγού
(ουσ. ουδ.)
γιαγλαγού
[ʝaɣlaˈɣu]
Φλογ.
γιαλ̵αγού
[ʝaʟaˈɣu]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yağlağı = δοχείο από κέρατο στο οπ. φυλάσσονται σαπούνι και λινέλαιο για την λίπανση του άξονα της βοϊδάμαξας (THADS, λ. yağlağı). Πβ. τουρκ. ουσ. yağlavi = είδος τηγανιού με μακρύ χερούλι (Redhouse).
Δοχείο από κέρατο βουβαλιού όπου μεταφέρεται το λιπαντικό τροχών βοϊδάμαξας.
Συνών.
σαποντερή