ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουστάς (ουσ. ουδ.) ουστάς [us'tas] Αραβαν., Δίλ., Σίλ., Σινασσ. Γεν. ουσταδιού [ustaðˈʝu] Τελμ. Θηλ. ουστάσα [uˈstasa] Σίλ. Πληθ. ουστάδες [uˈstaðes] Σινασσ. ουστάροι [uˈstari] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. usta = μάστορας. Το θηλ. ουστάσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο ουστάς.
1. Αρχιμάστορας ό.π.τ. : Πήγεν σου ουσταδιού σ̑η ναίκα (Πήγε στου αρχιμάστορα τη γυναίκα) Τελμ. -Dawk. Συνών. μάστορας
2. Eιδικότ., υφαντής -τρια Σίλ.