ουστάς
(ουσ. ουδ.)
ουστάς
[us'tas]
Αραβαν., Δίλ., Σίλ., Σινασσ.
Γεν.
ουσταδιού
[ustaðˈʝu]
Τελμ.
Θηλ.
ουστάσα
[uˈstasa]
Σίλ.
Πληθ.
ουστάδες
[uˈstaðes]
Σινασσ.
ουστάροι
[uˈstari]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. usta = μάστορας. Το θηλ. ουστάσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο ουστάς.
1. Αρχιμάστορας
ό.π.τ.
:
Πήγεν σου ουσταδιού σ̑η ναίκα
(Πήγε στου αρχιμάστορα τη γυναίκα)
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
μάστορας
2. Eιδικότ., υφαντής -τρια
Σίλ.