ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουστάς (ουσ. αρσ.) ουστάς [u'stas] Αραβαν., Δίλ., Σίλ., Σινασσ. Γεν. ουσταδιού [ustaʹðʝu] Τελμ. Θηλ. ουστάσα [uˈstasa] Σίλ. Πληθ. ουστάδες [uˈstaðes] Σινασσ. ουστάρε [uʹstare] Αραβαν. ουστάροι [uˈstari] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. usta = μάστορας. Ο τύπ. θηλ. ουστάσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο ουστάς.
1. Αρχιμάστορας ό.π.τ. : Πήγεν σου ουσταδιού σ̑η ναίκα (Πήγε στου αρχιμάστορα τη γυναίκα) Τελμ. -Dawk. Συνών. μάστορας :3
2. Τεχνίτης, μάστορας : Όσα ουστάρε κι όσα κάλφαρια είν' ασ' το Γάισερι ως το Καραμάν, να σωροφτούν σο Κάστρο (Όσοι τεχνίτες και όσοι βοηθοί υπάρχουν από την Καισάρεια ως το Καραμάν, να μαζευτούν στο Κάστρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. μάστορας :2
β. Eιδικότ., υφαντής -τρια
Τροποποιήθηκε: 26/07/2025