μπατάχι
(ουσ. ουδ.)
μπατάχ
[baˈtax]
Μισθ., Τελμ.
πατάχ
[paˈtax]
Φλογ.
πατ͑άχ̇ι
[paˈtʰaxɯ]
Φάρασ.
Αρσ.
πατάχος
[paˈtaxos]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. batak = α) βούρκος, λάσπη β) ως επίθ., βαλτώδης γ) κολυμβήθρα γ) μπωλ (< bat- ‘βυθίζομαι’). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τύπ. μπατάκι.
1. Βούρκος
Μισθ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
:
Εσένα πάλ' σε σάλ΄σαν σ’ ένα μπατάχ' τόπος
(Εσένα πάλι σε έστειλαν σε ένα βαλτότοπο)
Τελμ.
-Dawk.
2. Πήλινη κανάτα
Φλογ.
:
Πάρ’ το πατάχ’ και γιόμωσέ το κρασί
(Πάρε την κανάτα και γέμισέ την κρασί)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α