μπασκού
(ουσ. ουδ.)
μπασκού
[baˈsku]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. baskı = α) πιεστήριο β) εκτύπωση γ) σφραγίδα δ) διαλεκτ., μοχλός ε) το ξύλο που ρυθμίζει το ύψος του στημονιού στον αργαλειό (THADS, λ. baskı I).
Ξύλο για το κρέμασμα της δοξάρας