μπασακλατίζω
(ρ.)
πασ̑ακλατίζω
[paʃaklaˈtizo]
Σινασσ.
πασαχλατίζω
[pasaxlaˈtizo]
Σινασσ.
πασ̑αχλατίζου
[paʃaxlaˈtizu]
Φάρασ.
Από τον αόρ. başakladı του τουρκ. ρ. başaklamak = συλλέγω τα απομεινάρια στο χωράφι ή το αμπέλι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.