ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασακλατίζω (ρ.) πασ̑ακλατίζω [paʃaklaˈtizo] Σινασσ. πασαχλατίζω [pasaxlaˈtizo] Σινασσ. πασ̑αχλατίζου [paʃaxlaˈtizu] Φάρασ. Από τον αόρ. başakladı του τουρκ. ρ. başaklamak = συλλέγω τα απομεινάρια στο χωράφι ή το αμπέλι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Μαζεύω τα απομεινάρια του τρυγητού ό.π.τ. Πβ. μπασάκ
Τροποποιήθηκε: 26/03/2025