μπάριμ
(επίρρ.)
μπάριμ
[ˈbarim]
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
μπάρι
[ˈbari]
Αξ., Μαλακ.
μπάρι̂μ
[ˈbarɯm]
Ουλαγ.
μπάρουμ
[ʹbarum]
Σινασσ.
παρούμ
[paˈrum]
Σινασσ.
Νεότ. επίρρ. μπάριμ (Mackridge 2021: 83), το οπ. από το τουρκ. επιρρ. bari, όπου και διαλεκτ. τύπ. barim.