μπαρντάκι
(ουσ. ουδ.)
μπαρδάκι
[barˈðaci]
Σατ.
παρτάκι
[parˈtaci]
Σινασσ.
παρτάκ'
[parˈtak]
Σινασσ.
παρντάχ'
[parˈdax]
Κίσκ.
παρτάχι
[parˈtaçi]
Σινασσ., Φάρασ.
μαρντάχι
[marˈdaçi]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. μπαρδάκι (η λ. στον Σομ.), το οπ. από το τουρκ. bardak = α) κύπελλο β) ως διαλεκτ. σημ., κανάτι, όπου και διαλεκτ. τύπ. bardah. Η λ. και σε ν.ε. διαλ.
1. Πήλινο ποτήρι
Σινασσ., Φάρασ.
2. Δοχείο μεταφοράς νερού, κανάτι
Κίσκ., Σατ., Σίλ.