ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαρντάκι (ουσ. ουδ.) μπαρδάκι [barˈðaci] Σατ. παρτάκι [parˈtaci] Σινασσ. παρτάκ' [parˈtak] Σινασσ. παρντάχ' [parˈdax] Κίσκ. παρτάχι [parˈtaçi] Σινασσ., Φάρασ. μαρντάχι [marˈdaçi] Σίλ. Νεότ. ουσ. μπαρδάκι (η λ. στον Σομ.), το οπ. από το τουρκ. bardak = α) κύπελλο β) ως διαλεκτ. σημ., κανάτι, όπου και διαλεκτ. τύπ. bardah. Η λ. και σε ν.ε. διαλ.
1. Πήλινο ποτήρι Σινασσ., Φάρασ.
2. Δοχείο μεταφοράς νερού, κανάτι Κίσκ., Σατ., Σίλ.