μπάμπουλας
(ουσ. αρσ.)
μπάbουλας
[ˈbabulas]
Τροχ.
Από το μεσν. ουσ. μπαμπούλας, λ. νηπιακή.
Φανταστικό ον με το οποίο φοβέριζαν τα παιδιά
:
Φοβόριζαν μας: «Αν δε φας το φαΐ, να έρτ’ μπάbουλας να σε πάρ’ να πάει»
(Μας φοβέριζαν: «Αν δεν φας το φαγητό σου, θα έρθει ο μπαμπούλας να σε πάρει»)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
σιρτλάγκος :3, χούχος
Τροποποιήθηκε: 29/05/2025