μπαντεμιώνα
(ουσ. αρσ.)
μπαdιαμιώνα
[badʝaˈmɲona]
Μισθ.
Από το ουσ. μπαντέμι, όπου και τύπ. μπα̈dα̈́μ' , και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Aμυγδαλεώνας
:
Μπαdιαμιώνα τσείδι σου χωριό κουνdά
(Ο αμυγδαλεώνας είναι στο χωριό κοντά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 15/06/2025