ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαντεμιώνα (ουσ. αρσ.) μπαντιαμιώνα [badʝaˈmɲona] Μισθ. Από το ουσ. μπαντέμι, όπου και τύπ. μπα̈ντα̈́μ' , και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Aμυγδαλεώνας : Μπανταμιώνα τσείδι σου χωριό κουνdά (Ο αμυγδαλεώνας είναι στο χωριό κοντά) Μισθ. -Κοτσαν.