μπαντεμιώνα
(ουσ. αρσ.)
μπαντιαμιώνα
[badʝaˈmɲona]
Μισθ.
Από το ουσ. μπαντέμι, όπου και τύπ. μπα̈ντα̈́μ' , και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Aμυγδαλεώνας
:
Μπανταμιώνα τσείδι σου χωριό κουνdά
(Ο αμυγδαλεώνας είναι στο χωριό κοντά)
Μισθ.
-Κοτσαν.