μπαριστιρντίζω
(ρ.)
μπαρι̂σ̑τι̂ρτίζω
[barɯʃtɯrˈtizo]
Μαλακ.
παρισ̑τουρντίζω
[pariʃturˈdizo]
Φάρασ.
μπαρουστουρντώ
[barusturˈdo]
Σίλ.
μπαρι̂στι̂́ρ'σα
[barɯˈstɯrsa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. barıştırdı του τουρκ. ρ. barıştırmak = συμφιλιώνω.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025