μπαριστιρντίζω
(ρ.)
μπαρîσ̑τι̂ρτίζω
[barɯʃtɯrˈtizo]
Μαλακ.
παρισ̑τουρντίζω
[pariʃturˈdizo]
Φάρασ.
μπαρουστουρντώ
[barusturˈdo]
Σίλ.
μπαρîστίρ'σα
[bariʹstirsa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. barıştırdı του τουρκ. ρ. barıştırmak = συμφιλιώνω.