ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαριστιρντίζω (ρ.) μπαρι̂σ̑τι̂ρτίζω [barɯʃtɯrˈtizo] Μαλακ. παρισ̑τουρντίζω [pariʃturˈdizo] Φάρασ. μπαρουστουρντώ [barusturˈdo] Σίλ. μπαρι̂στι̂́ρ'σα [barɯˈstɯrsa] Μαλακ. Από τον αόρ. barıştırdı του τουρκ. ρ. barıştırmak = συμφιλιώνω.
Συμφιλιώνω κάποιον με κάποιον άλλο ό.π.τ. Συνών. γιακλαστουρντίζω
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025