ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαρουστιέσιμα (ουσ. ουδ.) παρισ̑τι-έσιμα [pariʃtiˈesima] Αφσάρ. παρισ̑τι-έσ'μα [pariʃtiˈezma] Φάρασ. Από το ρ. μπαριστίζω, όπου και τύπ. μπαρουστίζου και παρισ̑τιέου και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Συμφιλίωση ό.π.τ.