μπαρουστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
παρισ̑τι-έσιμα
[pariʃtiˈesima]
Αφσάρ.
παρισ̑τι-έσ'μα
[pariʃtiˈezma]
Φάρασ.
Από το ρ. μπαριστίζω, όπου και τύπ. μπαρουστίζου και παρισ̑τιέου και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Συμφιλίωση
ό.π.τ.