ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασαρεύω (ρ.) πασ̑αρεύω [paʃaˈrevo] Σατ., Φάρασ. Παρατατ. πασ̑άρευκα [paˈʃarefka] Φάρασ. Αόρ. πασ̑άρεψα [paˈʃarepsa] Φάρασ. πασ̑άριψα [paˈʃaripsa] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. başarı = επιτυχία και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Κατορθώνω, πετυχαίνω ό.π.τ. : Ερ να μη τα πασ̑αρέψεις, τζαι σένα χα σε φά’, τζαι μένα χα με φά’ (Αν δεν τα καταφέρεις, κι εσένα θα σε φάει, κι εμένα πάλι θα με φάει) Σατ. -Παπαδ. Τούς τα πασ̑άριψι; (Πώς τα κατάφερε;) Τσουχούρ. -VLACH ’γώ παλί πασ̑αρεύω να φουκαλέσω, φέρε με μο το νερό (Εγώ θα καταφέρω να σκουπίσω, φέρε μου μόνο το νερό) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD Συνών. μπασαρντίζω