ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασούστουνα (επίρρ.) μπασ̑ούστουνα [baˈʃustuna] Μισθ. μπασ̑ούστινα [baʹʃustina] πασ̑ουστουνα̈́ [paʃustuˈnæ] Φάρασ. Από το τουρκ. başüstüne = ναι, δηλωτικό συμφωνίας ή θετικής απόκρισης σε εντολή/οδηγία.
1. Αμέσως, μάλιστα, βεβαίωση ότι αυτό που ζητήθηκε θα πραγματοποιηθεί ό.π.τ.
2. Αμέσως, ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή Μισθ. Συνών. χάρπανταν