ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαστανλίκι (ουσ. ουδ.) μπασ̑τανλι̂́κ [baʃtanˈlɯk] Σίλατ. Από το τουρκ. επίρρ. baştan = αρχικά και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι. Κατά την Önder (2022: 30) από το τουρκ. ουσ. baştanlık.
Πρώτος, μεγαλύτερος σε ηλικίας : Το μπασ̑τανλίκ το κορίτσ̑’ δώκεν ντο σο πρώτο το αδελφό τ’ (Το πρώτο (το μεγαλύτερο σε ηλικία) κορίτσι το έδωσε στον πρώτο αδελφό του) Σίλατ. -Dawk.