μπασλίκ
(ουσ. ουδ.)
πασ̑λίκ
[paʃ'lik]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. başlık = κάλυμμα κεφαλιού με κουκούλα.
Είδος κουκούλας, οι μακριές άκρες της οποίας τυλίγονταν γύρω από το κεφάλι και τον λαιμό