μπασάκ
(ουσ. ουδ.)
μπασ̑άκ
[baˈʃak]
Μαλακ.
μπασ̑άχ
[baˈʃax]
Μισθ.
πασ̑άχα
[paˈʃaxa]
Φάρασ.
πασ̑-σ̑άχι
[paʃˈʃaçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. başak = α) στάχυ β) διαλεκτ., υπολείμματα μετά την συγκομιδή σιτηρών ή φρούτων, όπου και διαλεκτ. τύπ. başah.