ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασάκ (ουσ. ουδ.) μπασ̑άκ [baˈʃak] Μαλακ. μπασ̑άχ [baˈʃax] Μισθ. πασ̑άχα [paˈʃaxa] Φάρασ. πασ̑-σ̑άχι [paʃˈʃaçi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. başak = α) στάχυ β) διαλεκτ., υπολείμματα μετά την συγκομιδή σιτηρών ή φρούτων, όπου και διαλεκτ. τύπ. başah.
Υπολείμματα από στάχυα ή σταφύλια ό.π.τ. Πβ. μπασακλατίζω :1