μπάμια
(ουσ. θηλ.)
μπάμια
[ˈbaɲma]
Μισθ.
πάμια
[ˈpaɲma]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. bamya (< αραβ. bāmiya).
Μπάμια
ό.π.τ.
:
Εγώ μαείρεψα μπάμιες
(Εγώ μαγείρεψα μπάμιες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025