μπακίρικος
(επίθ.)
Πληθ.
παχ̇ίρικα
[paˈxirika]
Σινασσ.
Από το ουσ. μπακίρι, όπου και τύπ. παχίρ’ , και το παραγωγ. επίθμ. -ικος.
To ουδ. πληθ. ως ουσ., χάλκινα σκεύη
Συνών.
μπακίρι :2
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025