μπακίρι
(ουσ.)
μπακίρι
[baˈciri]
Αραβ.
πακίρι
[paˈciri]
Αφσάρ.
πακίρ'
[pakir]
Μισθ.
π͑αχ̇ίρι
[pʰaˈxiri]
Κίσκ., Φάρασ.
παχίρ'
[paˈxir]
Μισθ.
πακούρ'
[paˈkur]
Μισθ., Τροχ.
παχούρι
[paˈxuri]
Σατ.
μπαγκίρ
[baˈɟir]
Φλογ.
μανqι̂́ρ
[maŋˈqɯr]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. μπακίρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. bakır, όπου και διαλεκτ. τύπ. bahır.
1. Μπακίρι, χαλκός
Σατ., Φάρασ., Φλογ.
:
Παχουρού μαντένι
(Μεταλλείο χαλκού)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
|| Παροιμ.
Σίδερο τρώ’, παχ̇ίρι σ̑ένει
(Σίδερο τρώει, μπακίρι χέζει˙ για άνθρωπο που ψευτοπαινιέται ή παριστάνει τον παλληκαρά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Μπακίρι, χάλκινο σκεύος κουζίνας
Αραβ., Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Τροχ.
:
Εκειού είχαμε ούλα τα ντουζένια: μπακίρια, πιάτα, καζάνια
(Εκεί είχαμε όλα τα πράγματα: μπακιρένια σκεύη, πιάτα, καζάνια)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
3. Παλαιό χάλκινο νόμισμα
Φλογ.