ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπακίρι (ουσ. ουδ.) μπακ͑ίρ' [baˈkhir] Αραβ., Σίλ. πακίρι [paˈciri] Αφσάρ. πακίρ' [pakir] Μισθ. π͑αχ̇ίρι [pʰaˈxiri] Κίσκ., Φάρασ. παχ̇ίρ' [paˈxir] Μισθ. πακούρ' [paˈkur] Μισθ., Τροχ. παχούρι [paˈxuri] Σατ. παγκίρ' [paˈɟir] Σινασσ. μπαγκίρ [baˈɟir] Φλογ. Από το νεότ. ουσ. μπακίρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. bakır, όπου και διαλεκτ. τύπ. bahır.
1. Μπακίρι, χαλκός Σατ., Φάρασ., Φλογ. : Παχουρού μαντένι (Μεταλλείο χαλκού) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 Τα χαριάνε ήσανε από π͑αχ̇ίρι (Οι κατσαρόλες ήταν από μπακίρι) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Παροιμ. Σίδερο τρώ’, παχ̇ίρι σ̑ένει (Σίδερο τρώει, μπακίρι χέζει˙ για τους ψευτοπαλληκαράδες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Μπακίρι, χάλκινο σκεύος κουζίνας Αραβ., Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Σίλ., Τροχ. : Εκειού είχαμε ούλα τα ντουζένια: μπακίρια, πιάτα, καζάνια (Εκεί είχαμε όλα τα πράγματα: μπακιρένια σκεύη, πιάτα, καζάνια) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Σέλ’ να γλαϊλαϊσ’ μιά τα μπακ͑ίρια μου (Χρειάζεται να γανώσω τα μπακιρένια σκεύη μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Παλαιό χάλκινο νόμισμα Σινασσ., Φλογ.
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025