μπαϊράκι
(ουσ. ουδ.)
μπαϊράχ̇ι
[baiˈraxi]
Φάρασ.
μπαϊράχ'
[baiˈrax]
Μισθ., Τελμ.
μπαριάκ
[baˈrʝak]
Ουλαγ.
μπαριάχ
[baˈrʝax]
Αραβαν.
παϊράχ̇ι
[paiˈraxi]
Φάρασ.
Πληθ.
μπαϊράχια
[baiˈraça]
Αξ.
παϊράχ̇ια
[paiˈraxja]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. μπαϊράκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. bayrak = σημαία, λάβαρο.
1. Σημαία
ό.π.τ.
:
Σηκώτ’ Ελλάδας ντου μπαϊράχ'
(Σηκώστε την ελληνική σημαία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Λάβαρο της εκκλησίας
Αξ., Αραβαν., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
:
Aπεκεί ήρταν επιτροπή με τα παϊράχ̇ια, με τα ξαπτέρυα, ήρταν νεκκλησ̑ά
(Μετά ήρθε επιτροπή με τα λάβαρα, με τα εξαπτέρυγα, ήρθαν στην εκκλησία)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τις 'υρεύει να κρατήσει το μπαϊράχι;
(Ποιος θέλει να κρατήσει το λάβαρο της εκκλησίας;)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
β.
Εξαπτέρυγα
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
:
Επάρέτ ’ντα μπαϊράχια τσ’ έλάτ’
(Πάρτε τα εξαπτέρυγα και ελάτε
)
Μισθ.
-Κοτσαν.