μπαίνω
(ρ.)
μπαίνω
[ˈbeno]
Αραβαν., Γούρδ.
μαίνω
[ˈmeno]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
μαίνου
[ˈmenu]
Μισθ.
Παρατατ.
μαίνισ̑κα
[ˈmeniʃka]
Φλογ.
μαίνιξα
[ˈmeniksa]
Μισθ.
μπαίνκα
[ˈbenka]
Φάρασ.
μπαιινόσκα
[beiˈnoska]
Σίλ.
Αόρ.
σέμα
[ˈsema]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τσαρικ., Φλογ.
σέμbα
[ˈsemba]
Αραβαν.
σέμηνα
[ˈsemina]
Αραβ.
μήκα
[ˈmika]
Τζαλ.
Υποτ.
μω
[mo]
Αξ., Τελμ., Φλογ.
Προστ.
σέμα
[ˈsema]
Φλογ.
Πληθ.
σεμάτ'
[seˈmat]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. μπαίνω, το οπ. από το αρχ. ἐμβαίνω. Οι αόρ. σ- από το μεσν. ρ. σεβαίνω (βλ. Λεξ. Κριαρ. λ. σεβαίνω, όπου και προστ. σέβα).
1. Μπαίνω, εισέρχομαι
ό.π.τ.
:
Το φσ̑άχ' μαίν' αbέσω
(Το παιδί μπαίνει μέσα)
Φλογ.
-Dawk.
'τουν παίνιξαμ' ’ς Νίγντια μαίνιξαμ' σου χαμάμ
(Όταν πηγαίναμε στην Νίγδη μπαίναμε στο χαμάμ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σέμα 'ς νεκκλησ̑ά, γήψα ντου τσερί
(Μπήκα στην εκκλησία, άναψα το κερί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το κορίτσ' τρέγ̑', μαίν' το σπίτ'
(Το κορίτσι τρέχει, μπαίνει στο σπίτι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έχω 'να νύφ' και μαίνω-βγαίνω φιλά το χέρι μ'
(Έχω μιά νύφη και μπαίνω-βγαίνω φιλάει το χέρι μου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σέμbη σο μπαχτσ̑έ απέσω
(Μπήκε μέσα στον κήπο)
Αραβαν.
-Φωστ.
Καλά τσι ’ς μπανιέρα μέσα 'τουν μείς κρεύεις μαγιό; ογώ τσιμπλάχ μαίνου
(Καλά, και στην μπανιέρα μέσα όταν μπεις θέλεις μαγιό; Εγώ μπαίνω γυμνός)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σεμάτ' σου σπίτ', όξου βρέχ'
(Μπείτε στο σπίτι, έξω βρέχει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νύφ' πάλε μαίνισ̑κεν απεσωνού το σπίτ', βγάλλισ̑κεν το ενdερί τ' και φόρ'νεν το τολαμά τ'
(Η νύφη πάλι έμπαινε μέσα στο σπίτι, έβγαζε το αντερί της και φόραγε τον ντουλαμά της)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Κρυφάς μπαιινόσκασι απέσω
(Έμπαιναν μέσα κρυφά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Με το χανίμ σέμανε σο μπαχτσ̑ά
(Με τη γυναίκα μπήκανε στον κήπο)
Φλογ.
-Dawk.
Αν μουν σα κϋνΰρια σα σπίτσ̑ια αζ γενούν τα μόνα
(Αν μπουν στα καινούρια τα σπίτια, θα γίνουν δικά μου, ενν. τα πρόβατα)
Τελμ.
-Dawk.
Τον ήρτενε εκείνα, σέμη σο σαράι πάλι
(Μόλις ήρθε εκείνος, μπήκε πάλι στο παλάτι)
Σίλατ.
-Dawk.
Σέμην σου κόμμα απέσ’
(Μπήκε μέσα στο χωράφι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σέμα σο φοσ̑σ̑ί και φα λόρος
(Μπες στο κελλάρι και φάε χλωρό τυρί)
Φλογ.
-Dawk.
Εκεί τότες σέμην η Πεντάμορφη
(Εκεί τότε μπήκε η Πεντάμορφη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σέμεν πσίκα, σέμεν και το κορίτσ̑’ κατόψα τ’
(Μπήκε η γάτα, μπήκε και το κορίτσι πίσω της)
Αξ.
-Dawk.
|| Φρ.
Σέμεν του πουγιάρι τ' απέσω
(Μπήκε το ποδάρι του μέσα, ενν. στο σπίτι˙ τέλειωσε επιτυχώς την δουλειά του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σἐμη ντιάβλους απεσ’νού τ’
(Μπήκε ο διάολος μέσα του˙ εξεμάνη, βγήκε εκτός εαυτού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ας μουν ’ς το σον μέσ’ γιαβόλ’
(Ας μπουν μέσα σου διάβολοι˙ βρισιά)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Να μουν ντιαβόλ’ ’ς καργιά σ’
(Να μπούν διαβόλοι στην κοιλιά σου˙ ύβρις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ασ' τό ’να μ’ το ’φτί μαίν-νε κι ασ' τ’ άλλο μ’ βγαίν-νε
(Από το ένα μου το αφτί μπαίνουν και από το άλλο βγαίνουν˙ Για όσους δεν δίνουν σημασία στα λόγια των άλλων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Δε σε είπα εγώ Γιαννάκη, αχ Γιαννάκη μου
σον πόλεμο μη μαίνεις και μην πολεμάς; (Δε σου είπα εγώ Γιαννάκη, αχ Γιαννάκη μου
στον πόλεμο μη μπαίνεις και μην πολεμάς;) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 'τον μήκε μέσα, κοίταξεν, τα μάτια στυλωμένα,
'τον έσκυψεν και φίλησεν τα μάτια γανωμένα (Όταν μπήκε μέσα κοίταξε, τα μάτια (του νεκρού) ακίνητα,
όταν έσκυψε και τον φίλησε τα μάτια του ξερά) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Άνοιξε Μαρού μ’, άνοιξε να μπει ξένος,
άνοιξε και η Μαρού και σέμανε ξένοι,
’ς τον ξένον καταπόδι σ̑ίλοι σέμανε ((Άνοιξε, Μαρού μου, άνοιξε να μπει ο ξένος,
άνοιξε και η Μαρού και μπήκαν οι ξένοι
από τον ξένο πίσω χίλιοι μπήκανε)) Σίλατ. -Φαρασόπ.
σον πόλεμο μη μαίνεις και μην πολεμάς; (Δε σου είπα εγώ Γιαννάκη, αχ Γιαννάκη μου
στον πόλεμο μη μπαίνεις και μην πολεμάς;) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 'τον μήκε μέσα, κοίταξεν, τα μάτια στυλωμένα,
'τον έσκυψεν και φίλησεν τα μάτια γανωμένα (Όταν μπήκε μέσα κοίταξε, τα μάτια (του νεκρού) ακίνητα,
όταν έσκυψε και τον φίλησε τα μάτια του ξερά) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Άνοιξε Μαρού μ’, άνοιξε να μπει ξένος,
άνοιξε και η Μαρού και σέμανε ξένοι,
’ς τον ξένον καταπόδι σ̑ίλοι σέμανε ((Άνοιξε, Μαρού μου, άνοιξε να μπει ο ξένος,
άνοιξε και η Μαρού και μπήκαν οι ξένοι
από τον ξένο πίσω χίλιοι μπήκανε)) Σίλατ. -Φαρασόπ.
β.
Εισχωρώ, χώνομαι, μπήγομαι
ό.π.τ.
:
Σέμεν ’ς το μάτι μ’ γίνα
(Μπήκε στο μάτι μου τρίχα
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το βολόν σέμην σο χέρι τ’ και κανάτ'σεν όιμα
(Το βελόνι μπήκε στο χέρι του και έτρεξε αίμα
)
Σίλατ.
-Dawk.
Εγιά ’ς τα καλάγια μ’ σέμεν ’να άνομος
(Εδώ στα πλευρά μου μπήκε ένας πόνος, πονάνε τα πλευρά μου
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Μτφ., περιέρχομαι σε μία κατάσταση
Σινασσ.
:
Ύστερα σέμα στα βάσανα και στας πίκρες νεμέσα
(Ύστερα μπήκα μέσα στις πίκρες και τα βάσανα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Σέμα σα εβντομήντα, να το μουλλώσω;
(Μπήκα στα εβδομήντα, να το κρύψω;)
Ανακ.
-Cost.
|| Φρ.
Μαίνω 'ς τα κρίματα
(Μπαίνω στις αμαρτίες˙ αμαρτάνω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
β.
Για καταστάσεις, επέρχομαι, αρχίζω
Ανακ., Αξ.
:
Ζ̑άνγκαι σέμεν τ’ νένεξ’ βρέγ̑’
(Αφότου μπήκε η άνοιξη βρέχει
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήρτεν τ’ Aγιο-Δηρμητιού, σέμεν χειμός
(Ήρθε του Αγίου Δημητρίου, έφτασε ο χειμώνας
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.