μπάζω
(ρ.)
μπάζω
[ˈbazo]
Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Φερτάκ., Φλογ.
μάζω
[ˈmazο]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
μάζου
[ˈmazu]
Μαλακ., Μισθ.
μπάνου
[ˈbanu]
Σίλ., Φάρασ.
Παρατατ.
μπάσκα
[ˈbaska]
Φάρασ.
μάισ̑κα
[ˈmaiʃka]
Φλογ.
Αόρ.
σέμασα
[ˈsemasa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
έμbασα
[ˈembasa]
Αραβαν., Φάρασ.
έμασα
[ˈemasa]
Τροχ.
Προστ.
σέμασ'
[ˈsemas]
Αξ., Μαλακ.
Μεσν. ρ. μπάζω (< ἐμβάζω < ἐμβάλλω). Ο τύπ. σέμασα υποκατάστατος, από το ρ. εἰσβάλλω. Πβ. μπαίνω, όπου αόρ. σέμα από το ρ. εἰσβαίνω.
1. Βάζω κάποιον ή κάτι μέσα σε κλειστό χώρο, μπάζω
ό.π.τ.
:
Σοτίπως σένα μπάζουν σε σο χαπıσλιέχι
(Γιατί εσένα σε βάζουν στην φυλακή;)
Φάρασ.
-Dawk.
Mάζου ντ’ άυρου σ’ ναχυριώνα
(Βάζω το άχυρο στον αχυρώνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μἀζου ένα χτέρ’ τσ̑ι σ̑έρου dου
(Βάζω μιά πέτρα (ενν. στην σφεντόνα) και την ρίχνω)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αρπάζει τ'νε, μάζει τ'νε σ' ένα χαράρ' μέσα
(Την αρπάζει, την βάζει μέσα σε ένα τσουβάλι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Μάζ̇' το απέσω σο καταφύδ' και κόφτει το
(Τον παρασύρει μέσα στην αποθήκη και τον σφάζει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Μάζ' δου ντετσ̑ού σα τσ̑αμούρια
(Την βάζει εκεί στίς λάσπες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'στέρου το μεσημέρι μπάσκεν τα σοι σπήλοι τσ̑αι 'πνώνκανε
(Ύστερα, το μεσημέρι τα έμπαζε (τα ζώα) στις σπηλιές και κοιμόντουσαν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μπάσκαμέν dα σα πανία το φσ̑όκκο
(Το βάζαμε μέσα στις πάνες το παιδί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σέμασέν dο σο φλουριώνα σαντούχ'
(Το έβαλε στο χρυσό σεντούκι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Σέμασεν ένα κάτα σ’ ένα τσικκί και κάφτισ̑κέν το
(Έβαζε μιά γάτα μέσα σε ένα σακκί και την έκαιγε· έθιμο παραμονής των Φώτων)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Έμπασάν doυ στα λημόρια απέσου, πέσαν̑ι
(Τον έβαλαν στον τάφο, πέθανε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πήρεν το φσ̑άχι τζ’ έμπασέν τα πέσου
(Πήρε το παιδί και το έμπασε μέσα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Γέν̑ν̑ημα σε τα μπάσου τσ̑ουβάλια απέσου
(Το σιτάρι θα το βάλω μέσα στα σακκιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα πράματα σέμασ' τα στο στάβλο
(Τα ζώα βάλε τα στο στάβλο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ετό το κοϊκονό σέμασέν dα ’ς το κουμέσ’
(Αυτό τον κόκκορα βάλ'τον στο κοτέτσι)
Αξ.
-Dawk.
|| Φρ.
Το καλό το τσ̑υρί έμbασαν ντο σ̑κυλιού το τουλούμ'
(Το καλό το τυρί το έβαλαν στου σκυλιού το τομάρι˙ Ειρωνικά, γι' αυτούς που φαίνονται καλοί αλλά δεν είναι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τ’ ντιαβολιούς ’ς καργιά ζ’ μάζω τα
(Τους διαβόλους στην κοιλιά σου τους βάζω˙ Ως ύβρη)
Αξ.
-Μαυροχ.
Μπάζω τα σα σ̑έρε μου
(Τον βάζω στα χέρια μου˙ τον έχω στο χέρι, τον εξουσιάζω)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σέμασεν στο νου τ’
(Έβαλε στο μυαλό του˙ του μπήκε η ιδέα, αποφάσισε)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Τα παράδε μέτρα τα σιφτάχ̇ι τσ̑αι στέρου έμπασ’ τα σον gεσέ σου
(Τα λεφτά σου μέτρα τα πρώτα και ύστερα βάλ’ τα στο πουγγί σου˙ μην φέρεσαι επιπόλαια στις συναλλαγές σου, ούτε και τις σχέσεις σου)
-Λουκ.Λουκ.
β.
Κατ’ επέκτ., εγγράφω κάποιον σε ίδρυμα
Φάρασ.
:
Έν’ καό, για 'μεις παράδια μα έχουμ’ ν’ τα μπάσουμε σου χερκιμίουν το σκολειό
(Είναι καλό, αλλά εμείς χρήματα δεν έχουμε να τον βάλουμε στο σχολείο των γιατρών
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Προσθέτω υλικό
Μισθ., Σίλ.
:
Βρά’εις το γάλα μάεις τσ̑ι τ’ αλεύιρ
(Βράζεις το γάλα, βάζεις και το αλεύρι)
Μισθ.
-VLACH
Να μπάσουμ’ σεκέρι να τα φάμι
(Να βάλουμε ζάχαρη, να τα φάμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.