ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπάζω (ρ.) μπάζω [ˈbazo] Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Φερτάκ., Φλογ. μάζω [ˈmazο] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. μάζου [ˈmazu] Μαλακ., Μισθ. μπάνου [ˈbanu] Σίλ., Φάρασ. Παρατατ. μπάσκα [ˈbaska] Φάρασ. μάισ̑κα [ˈmaiʃka] Φλογ. Αόρ. σέμασα [ˈsemasa] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ. έμbασα [ˈembasa] Αραβαν., Φάρασ. έμασα [ˈemasa] Τροχ. Προστ. σέμασ' [ˈsemas] Αξ., Μαλακ. Μεσν. ρ. μπάζω (< ἐμβάζω < ἐμβάλλω). Ο τύπ. σέμασα υποκατάστατος, από το ρ. εἰσβάλλω. Πβ. μπαίνω, όπου αόρ. σέμα από το ρ. εἰσβαίνω.
1. Βάζω κάποιον ή κάτι μέσα σε κλειστό χώρο, μπάζω ό.π.τ. : Σοτίπως σένα μπάζουν σε σο χαπıσλιέχι (Γιατί εσένα σε βάζουν στην φυλακή;) Φάρασ. -Dawk. Mάζου ντ’ άυρου σ’ ναχυριώνα (Βάζω το άχυρο στον αχυρώνα) Μισθ. -Κοτσαν. Μἀζου ένα χτέρ’ τσ̑ι σ̑έρου dου (Βάζω μιά πέτρα (ενν. στην σφεντόνα) και την ρίχνω) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αρπάζει τ'νε, μάζει τ'νε σ' ένα χαράρ' μέσα (Την αρπάζει, την βάζει μέσα σε ένα τσουβάλι) Σινασσ. -Τακαδόπ. Μάζ̇' το απέσω σο καταφύδ' και κόφτει το (Τον παρασύρει μέσα στην αποθήκη και τον σφάζει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Μάζ' δου ντετσ̑ού σα τσ̑αμούρια (Την βάζει εκεί στίς λάσπες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ 'στέρου το μεσημέρι μπάσκεν τα σοι σπήλοι τσ̑αι 'πνώνκανε (Ύστερα, το μεσημέρι τα έμπαζε (τα ζώα) στις σπηλιές και κοιμόντουσαν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μπάσκαμέν dα σα πανία το φσ̑όκκο (Το βάζαμε μέσα στις πάνες το παιδί) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σέμασέν dο σο φλουριώνα σαντούχ' (Το έβαλε στο χρυσό σεντούκι) Ποτάμ. -Dawk. Σέμασεν ένα κάτα σ’ ένα τσικκί και κάφτισ̑κέν το (Έβαζε μιά γάτα μέσα σε ένα σακκί και την έκαιγε· έθιμο παραμονής των Φώτων) Ανακ. -Κωστ.Α. Έμπασάν doυ στα λημόρια απέσου, πέσαν̑ι (Τον έβαλαν στον τάφο, πέθανε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πήρεν το φσ̑άχι τζ’ έμπασέν τα πέσου (Πήρε το παιδί και το έμπασε μέσα) Φάρασ. -Παπαδ. Γέν̑ν̑ημα σε τα μπάσου τσ̑ουβάλια απέσου (Το σιτάρι θα το βάλω μέσα στα σακκιά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα πράματα σέμασ' τα στο στάβλο (Τα ζώα βάλε τα στο στάβλο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ετό το κοϊκονό σέμασέν dα ’ς το κουμέσ’ (Αυτό τον κόκκορα βάλ'τον στο κοτέτσι) Αξ. -Dawk. || Φρ. Το καλό το τσ̑υρί έμbασαν ντο σ̑κυλιού το τουλούμ' (Το καλό το τυρί το έβαλαν στου σκυλιού το τομάρι˙ Ειρωνικά, γι' αυτούς που φαίνονται καλοί αλλά δεν είναι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τ’ ντιαβολιούς ’ς καργιά ζ’ μάζω τα (Τους διαβόλους στην κοιλιά σου τους βάζω˙ Ως ύβρη) Αξ. -Μαυροχ. Μπάζω τα σα σ̑έρε μου (Τον βάζω στα χέρια μου˙ τον έχω στο χέρι, τον εξουσιάζω) Φάρασ. -Αναστασ. Σέμασεν στο νου τ’ (Έβαλε στο μυαλό του˙ του μπήκε η ιδέα, αποφάσισε) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. Τα παράδε μέτρα τα σιφτάχ̇ι τσ̑αι στέρου έμπασ’ τα σον gεσέ σου (Τα λεφτά σου μέτρα τα πρώτα και ύστερα βάλ’ τα στο πουγγί σου˙ μην φέρεσαι επιπόλαια στις συναλλαγές σου, ούτε και τις σχέσεις σου) -Λουκ.Λουκ.
β. Κατ’ επέκτ., εγγράφω κάποιον σε ίδρυμα Φάρασ. : Έν’ καό, για 'μεις παράδια μα έχουμ’ ν’ τα μπάσουμε σου χερκιμίουν το σκολειό (Είναι καλό, αλλά εμείς χρήματα δεν έχουμε να τον βάλουμε στο σχολείο των γιατρών ) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Προσθέτω υλικό Μισθ., Σίλ. : Βρά’εις το γάλα μάεις τσ̑ι τ’ αλεύιρ (Βράζεις το γάλα, βάζεις και το αλεύρι) Μισθ. -VLACH Να μπάσουμ’ σεκέρι να τα φάμι (Να βάλουμε ζάχαρη, να τα φάμε) Σίλ. -Κωστ.Σ.