ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπακαλίμ (σύνδ.) bακαλι̂́μ [baka'lɯm] Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ. μπακάλ'μ [baˈkalm] Μισθ. Από τον τύπ. υποτ. bakalım του τουρκ. ρ. bakmak = κοιτάζω, βλέπω.
Για να δούμε ό.π.τ. : Ας πάμ', μπακαλι̂́μ τίς ’ναι το (Ας πάμε, για να δούμε ποιος είναι αυτός) Ουλαγ. -Dawk. Μπακαλι̂́μ έμαες μι; (Για να δούμε, έμαθες τίποτα;) Ουλαγ. -Dawk. Ας φυλάξουμ', μπακαλι̂́μ το σόνου τ' τσ̑ι να εν-νεί (Ας περιμένουμε, για να δούμε το τέλος του τι θα γίνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.