μπακαλίμ
(σύνδ.)
bακαλι̂́μ
[baka'lɯm]
Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ.
μπακάλ'μ
[baˈkalm]
Μισθ.
Από τον τύπ. υποτ. bakalım του τουρκ. ρ. bakmak = κοιτάζω, βλέπω.
Για να δούμε
ό.π.τ.
:
Ας πάμ', μπακαλι̂́μ τίς ’ναι το
(Ας πάμε, για να δούμε ποιος είναι αυτός)
Ουλαγ.
-Dawk.
Μπακαλι̂́μ έμαες μι;
(Για να δούμε, έμαθες τίποτα;)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ας φυλάξουμ', μπακαλι̂́μ το σόνου τ' τσ̑ι να εν-νεί
(Ας περιμένουμε, για να δούμε το τέλος του τι θα γίνει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.