μπακράτσι
(ουσ. ουδ.)
μπακράτζι
[baʹkradzi]
Σινασσ.
παχράτσ'
[paˈxrats]
Ανακ., Δίλ., Μισθ.
παρχάτσ'
[parˈxats]
Σινασσ.
παρκάτζ'
[parˈkadz]
Σινασσ.
παρχάτσι
[parˈxatsi]
Φάρασ.
περχάτζι
[perˈxadzi]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. μπακράτζι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. bakraç = χάλκινος κουβάς, μπακράτσι, όπου και διαλεκτ. τύπ. parkaç, parhaç και perheç.
Πβ.
πάρτσι
Μπακράτσι, χάλκινο πλατύ δοχείο για το άρμεγμα ή την φύλαξη γαλακτοκομικών
ό.π.τ.
:
Είχαν και π̔αχράτσ̔α για το βούτ’ρο
(Είχαν και μπακράτσια για το βούτυρο)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Βρασ̑όλε, ζενίθε, 'πέσου στο παρχάτσι μο τα καρυδώνα τα φύα σως του Έι Παυλίτση την ορτή
(Βραχιόλια, χάντρες, μέσα στο μπακράτσι, με τα φύλλα καρυδιάς, μέχρι την εορτή των Αγ. Αποστόλων· από έθιμο μαντείας)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Πβ.
αλμεχτήρι, σιτίλι
Τροποποιήθηκε: 11/08/2025