πάρτσι
(ουσ. ουδ.)
π͑άρτσ̑ι
[ˈpʰartʃi]
Ανακ., Φάρασ.
π͑άρτσ̑’
[pʰartʃ]
Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ.
Θηλ.
π͑άρτσα
[ˈpʰartsa]
Ανακ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. parçı (και parç)= μπακιρένιος μαστραπάς, χάλκινο δοχείο νερού, το οπ. σπό το αρμεν. ουσ. parç = κανάτα) (Tietze 2018: λ. parç l/parçı).
Βλ.
πακράτσι
1. Δοχείο για το νερό, κύπελλο
Φάρασ., Φερτάκ.
:
|| Παροιμ.
Σο χαριένι έσ̑εσες, σο κρεγένι έσ̑εσες, σο πάρτσ̑ι έφτυσες. ’Παπού 'πέσου ’α φας και ’πάπα 'α πεις νερό;
(στο καζάνι έχεσες, στο πιάτο έχεσες, στο φλυτζάνι έφτυσες. Από πού μέσα θα φας κι από πού θα πιεις νερό;˙ για όσους αδιαφορούν για το συμφέρον τους και μαλώνουν με εκείνους που χρειάζονται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Πήλινο κανάτι όπου μαγείρευαν τα όσπρια
Ανακ.
3. Μικρό μπακιρένιο δοχείο για τον αγιασμό
Μισθ.
4. Πήλινο κανάτι για ούζο
Σινασσ.