παρτσαλανμίς
(επίθ.)
παρτσ̑αλανμίς̑
[partʃalanˈmiʃ]
Σίλατ.
Από τον τουρκ. ρ. τύπ. parçalanmış = σχισμένος, σπασμένος.
Ξεσκισμένος
Σίλατ.
:
Ήφερεν με ένα παρτσ̑αλανμίς̑ άθρωπος
(έφεραν έναν ξεσκισμένο άνθρωπο)
Σίλατ.
-Dawk.