ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρούλι (ουσ. ουδ.) παρούλι [paˈruli] Φάρασ. μπαρούλι [baˈruli] Φάρασ. Πληθ. παρούλε [paˈrule] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. πάλουρος, το οπ. από το αρχ. παλίουρος, και το παραγωγ. επίθμ. , και με μετάθ. των [l] και [r].
1. Το φυτό παλιούρι (Paliurus spina-christi) με μικρά κίτρινα άνθη, το οποίο φύεται σε βραχώδη εδάφη και το οπ. είναι γνωστό ως το αγκάθι του Χριστού, καθώς από αυτό τον θάμνο φτιάχτηκε το αγκάθινο στεφάνι Του Φάρασ. : || Φρ. Είσ’ ανdί παρουλού ’νgάθι (είσαι σαν του παλιουριού το αγκάθι˙ για κακό άνθρωπο) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Ανοίξιμος παρούλε, σ̑ειμωνούζ μαρούλε (καλοκαιριού παλιούρια, χειμώνα μαρούλια˙ ό,τι περιφρονούμε το καλοκαίρι, τον χειμώνα μας είναι πολύτιμα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Ειδικότ., το χειροποίητο φυλαχτό από παλιούρι με ιδιαίτερο σκαλιστό σχήμα και σταυρό στο πάνω μέρος Φάρασ.