παρλατίζω
(ρ.)
π͑αρλάτώ
[pʰarlaˈto]
Φάρασ.
παρλατ-τού
[parlatˈtu]
Ουλαγ.
παρλαΐζω
[parlaˈizo]
Μισθ.
π͑αρλαΐζου
[pʰarlaˈizu]
Μισθ.
Από τον αόρ parlattı του τουρκ. ρ. parlatmak με παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε -ώ με μεταπλασμ. κατά τα ρ. σε -ώ > -ού.
Μτβ., γυαλίζω, κάνω κάτι να λάμπει, να αστράφτει, στιλβώνω κάτι
ό.π.τ.
:
Παρλαΐζου ντά τζιάμια
(κάνω τα τζάμια να λάμπουν)
Μισθ.
-Κοτσαν.