ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρώτι (ουσ. ουδ.) παρώτ’ [paˈrot] Αξ. Πληθ. παρώτια [paˈrotça] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. μπαρούτια [baˈrutça] Δίλ. Από το μεταγν. ουσ. παρώτιον = τμήμα από τη γωνία του ματιού.
1. Στον πληθ., κρόταφοι Μαλακ., Σινασσ.
2. Εξάρτημα αρότρου, καθένα από τα δύο σανιδένια πτερύγια που προσαρμόζονται εκατέρωθεν του αλετροποδιού τα οποία αναστρέφουν το χώμα καθώς ο γεωργός μεγαλώνει το αυλάκι Αξ., Δίλ., Φλογ.
Τροποποιήθηκε: 02/09/2025