ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πασπατεύω (ρ.) πασπαλεύω [paspa'levo] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ. πασπατεύω [paspa'tevo] Αξ. Μεσν. ρ. πασπατεύω (< πασπαλεύω < αρχ. ουσ. πασπάλη, βλ. Λεξ. Κριαρ.). Ο τύπ. πασπαλεύω και Παξ.
Ψηλαφώ ό.π.τ. : || Φρ. Να τυφλωθείς και να πασπαλέψεις (Να τυφλωθείς και να πηγαίνεις ψηλαφώντας) Σινασσ. -Αρχέλ.