πασμάς
(ουσ. αρσ.)
πασμάς
[paˈzmas]
Φάρασ.
πασμά
[paˈzma]
Ανακ., Σινασσ., Φλογ.
πασμί
[paˈzmi]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. basma = α) εκτύπωση β) έντυπο γ) βαμβακερό ύφασμα με σταμπωτά χρωματιστά σχέδια, όπου και διαλεκτ. τύπ. basmı. Πβ. ποντ. πασμά.
1. Είδος χρωματιστού υφάσματος
ό.π.τ.
2. Μαντήλι που σκεπάζει το πρόσωπο, φερετζές
Φλογ.
:
Τα μισίδια τ' σκεπασμένα· λέει το παιδί, κατέβασ' αυτό το πασμά
(Το πρόσωπό της ήταν σκεπασμένο· λέει το παιδί, κατέβασε αυτό το φερετζέ)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γιασμάς