πασλάντισμα
(ουσ. ουδ.)
πασλάνdισμα
[pazˈlandizma]
Μισθ.
Από το αορ. θ. πασλαντισ- του ρ. πασλαντίζω με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Σκούριασμα
Μισθ.