μπαγνταντί
(ουσ. ουδ.)
μπαγνταντί
[baɣdaˈdi]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. bağdadi = ξύλινος σκελετός με οριζόντιες πήχεις.
Μεγάλη τετράπλευρη δοκός