μπαγιρμάς
(ουσ. αρσ.)
παγ̇ιρμάς
[paɣɯrˈmas]
Φάρασ.
παγ̇ιρμά
[paɣɯrˈma]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. bağırma = κραυγή.