μπαγιάτι
(επίθ.)
μπαγιάτ'
[baˈʝat]
Μαλακ.
παγιάτ͑ι
[paˈʝatʰi ]
Φάρασ.
Από το νεότ. επίθ. μπαγιάτι (Λεξ. Σομ., λ. μπαϊάτικος, μπαϊάτι), το οπ. από το τουρκ. επίθ. bayat = μπαγιάτικος.