ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιρτλάγκος (ουσ. αρσ.) σιρτλάνgους [sirtˈlaŋgus] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sırtlan = ύαινα.
1. Ασβός Φάρασ. Συνών. πορσούχος
2. Ύαινα Φάρασ. Συνών. γιανούς
3. Μπαμπούλας Τσουχούρ. : Φο'ήσανdι, λέγκινdα, να μου νάρτει ο σιρτλάνgους (Έλεγαν ότι φοβόντουσαν μην έρθει ο μπαμπούλας) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. χούχος
Τροποποιήθηκε: 29/05/2025