ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιρτλάγκος (ουσ. αρσ.) σιρτλάνgους [sirtˈlaŋgus] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sırtlan = ύαινα.
1. Ύαινα Φάρασ. Συνών. γιανούς
2. Ασβός Φάρασ. Συνών. πορσούχος
3. Μπαμπούλας Τσουχούρ. : Φο'ήσανdι, λέγκινdα, να μου νάρτει ο σιρτλάνgους (Έλεγαν ότι φοβόντουσαν μην έρθει ο μπαμπούλας) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. μπάμπουλας, χούχος