σιρτλάγκος
(ουσ. αρσ.)
σιρτλάνgους
[sirtˈlaŋgus]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sırtlan = ύαινα.
3. Μπαμπούλας
Τσουχούρ.
:
Φο'ήσανdι, λέγκινdα, να μου νάρτει ο σιρτλάνgους
(Έλεγαν ότι φοβόντουσαν μην έρθει ο μπαμπούλας)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
μπάμπουλας, χούχος