σιτζίμι
(ουσ. ουδ.)
σιτζ̑ίμ'
[siʹdʒim]
Μαλακ., Σίλ., Σινασσ.
σιτσ̑ίμ'
[siʹtʃim]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. sicim = σπάγγος.
Λεπτό γερό σκοινί, σπάγγος, κορδόνι
ό.π.τ.
:
Σιτσ̑ίμια λέμε τα μικρά ράμματα
(Σιτζίμια λέμε τα μικρά σκοινιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Βρέσ̑ει σιτζ̑ίμ γκιμπί
(Βρέχει σκοινί κορδόνι˙ βρέχει πολύ, από την τουρκ. φρ. sicim gibi yağmur)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ραφίδι :2