ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιφώνι (ουσ.) σ̑ιφών' [ʃiˈfon] Τελμ. φοσών' [foˈson] Τελμ. Από το μεσν. σιφώνι(ο)ν = σωλήνας, παροχή νερού, κανάλι, υποκορ. του μεταγν. σίφων = σιφόνι για την άντληση κρασιού από το βαρέλι ή το αγγείο. Ο τύπ. φωσόν' με μετάθ. και πιθανώς με αφομ. [i-o > o-o].
1. Ο σωλήνας που μεταφέρει νερό στον υδρόμυλο Τελμ. : Ξέβαλέν ντο 'σ' σο μύλου σο σ̑ιφών' (Το έβγαλε από το σιφόνι του υδρόμυλου) Τελμ. -Dawk.
2. Η κωνοειδής δεξαμενή του υδρόμυλου Σινασσ.