σιφώνι
(ουσ.)
σ̑ιφών'
[ʃiˈfon]
Τελμ.
φοσών'
[foˈson]
Τελμ.
Από το μεσν. σιφώνι(ο)ν = σωλήνας, παροχή νερού, κανάλι, υποκορ. του μεταγν. σίφων = σιφόνι για την άντληση κρασιού από το βαρέλι ή το αγγείο. Ο τύπ. φωσόν' με μετάθ. και πιθανώς με αφομ. [i-o > o-o].
1. Ο σωλήνας που μεταφέρει νερό στον υδρόμυλο
Τελμ.
:
Ξέβαλέν ντο 'σ' σο μύλου σο σ̑ιφών'
(Το έβγαλε από το σιφόνι του υδρόμυλου)
Τελμ.
-Dawk.
2. Η κωνοειδής δεξαμενή του υδρόμυλου
Σινασσ.