ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιφτάχι (ουσ.) σίφταχ [ˈsiftax] Δίλ., Μισθ., Σεμέντρ. σ̑ίφταχ [ˈʃiftax] Αραβαν., Μισθ., Φλογ. σιφτάχ [siˈftax] Μαλακ., Ουλαγ. σιφτάχ̇ι [siˈftaxi] Αραβαν., Φάρασ. σ̑ίφτας [ˈʃiftas] Ανακ. σιφτίχι [siˈftiçi] Φάρασ. σουφτάχ̇ι [suˈftaxi] Αφσάρ. σεφτές [seˈftes] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. siftah = α) πρώτη πώληση της ημέρας, σεφτές β) ως επίρρ., για πρώτη φορά, όπου και παλ. τύπ. sefte (βλ. Tietze 2019: λ. siftah/sifde/sifte/sefde/sefte).
1. Πρώτη πώληση, σεφτές Μαλακ., Μισθ. : Α ίμ’ τι σεφτέ να μποίκεις (να δούμε τι σεφτέ θα μου κάνεις) Μισθ. -Κοτσαν.
β. Γενικότ., αρχή Αραβαν., Μαλακ. : Τότε μπασ̑λανdι̂́σ̑' λέγ' το μεσέλ' ας σ̑ιφταχ̇ι τ' (Τότε άρχισε και λέει το παραμύθι από την αρχή του ) Αραβαν. -Φωστ.
2. Ως επίρρ., πρώτα, αρχικά Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φάρασ. : Σίφταχ φαινέχην ντου καbαναριό (Αρχικά φάνηκε το καμπαναριό) Μισθ. -Κοτσαν. Σ̑ίφταχ κλώσ' λίου σα γιάναϊ, τσ̑ούdι, σαν κρεύεις, έλα, παρέμα (Πρώτα τριγύρνα λίγο και τότε, αν θέλεις, έλα, γύρνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τριφτίνκαν τα σιφτάχι μο τα σ̑ερε τουνε για μο του καντηλού το πεζίρι πουπόξου (Πρώτα την έτριβαν (την κοιλιά) με τα χέρια τους ή με το λάδι του καντηλιού απέξω) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σο σοφρά σ̑ίφταχ να γκρέψεις ιζίν' να φέρεις και το σ̑κυλί σ' 'ντάμα σ' (Στο τραπέζι, πρώτα να ζητήσεις την άδεια να φέρεις και το σκυλί σου μαζί) Αραβαν. -Φωστ. || Παροιμ. Το βολόν' χάχτα το σ̑ίφταχ σο γιαυτό σ' και σόν̇gρα το σακ'ράφ' σο χώρα (Μπήξε πρώτα στον εαυτό σου την βελόνα κι ύστερα την σακοράφα στον ξένο˙ Δοκίμασε πρώτα στον εαυτό σου σε μικρότερο βαθμό το κακό κι ύστερα κάνε το στον άλλο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τα παράδε σου μέτρα τα σιφτάχ̇ι τσ̑αι 'στέρου έμbάσ' τα 'σον gεσέ σου (Τα χρήματά σου μέτρα τα πρώτα και μετά βάλε τα στο πουγγί σου˙ Χρειάζεται προσοχή, όταν διαχειριζόμαστε χρήματα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αρχή, εμπρός, ίπτε, ιπτενού
β. Την πρώτη ή για πρώτη φορά Ανακ.