σίχα
(επίρρ.)
σίχα
[ˈsixa]
Φάρασ.
σίχ̇ια
[ˈsixia]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
σίχτια
[ˈsixtça]
Τροχ.
σίχλια
[ˈsixʎa]
Τροχ.
Από το επίθ. σίχι ή σιχής και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Πυκνά
ό.π.τ.
:
Παχαλούδια τα σιάνει αλλά τα σιάνει σι̂́χλια σίχλια
(Aκριβά τα υφαίνει, αλλά τα υφαίνει πυκνά-πυκνά)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
|| Φρ.
Σπέρου σίχ̇ια
(σπέρνω πυκνά˙ κάνω σπορά χρησιμοποιώντας πολύ σπόρο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αντίθ
σεϊράκια :1
2. Σφιχτά
ό.π.τ.
:
Γιορόν' ήτον, δε πορούσε να πιάσ' το τολάπ' σίχ̇ια
(Ήταν γριά, δεν μπορούσε να πιάσει την τροχαλία σφιχτά, γερά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812