ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σίχα (επίρρ.) σίχα [ˈsixa] Φάρασ. σίχ̇ια [ˈsixia] Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. σίχτια [ˈsixtça] Τροχ. σίχλια [ˈsixʎa] Τροχ. Από το επίθ. σίχι ή σιχής και το παραγωγ. επίθμ. .
1. Πυκνά ό.π.τ. : Παχαλούδια τα σ̑άνει αλλά τα σ̑άνει σι̂́χλια σίχλια (Aκριβά τα υφαίνει, αλλά τα υφαίνει πυκνά-πυκνά) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Σίχ̇ια το κ͑ούντα (Σπείρε το πυκνά) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Σπέρου σίχ̇ια (Σπέρνω πυκνά˙ κάνω σπορά χρησιμοποιώντας πολύ σπόρο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αντίθ σεϊράκια :1
2. Σφιχτά ό.π.τ. : Γιορόν' ήτον, δε πορούσε να πιάσ' το τολάπ' σίχ̇ια (Ήταν γριά, δεν μπορούσε να πιάσει την τροχαλία σφιχτά, γερά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024