ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκάβω (ρ.) σκάβω [ˈskavo] Μαλακ. σκάφτω [ˈskafto] Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. σκάφτου [ˈskaftu] Μαλακ., Σίλ. Παρατατ. σκάφτισκα [ˈskaftiska] Μαλακ., Ποτάμ. σκάφτισ̑κα [ˈskaftiʃka] Ανακ. Αόρ. έσκαψα [ˈeskapsa] Μαλακ., Τελμ. Από το αρχ. ρ. σκάπτω με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt > ft] ή με μεταπλ. σε -βω με βάση το θ. του αορ. Ο τύπ. σκάβω νεότ.
1. Χτυπάω το έδαφος με ειδικό εργαλείο (σκαπάνη, τσάπα, κασμά κτλ.) και αναστρέφω το χώμα Μαλακ., Σίλ., Τελμ. : || Παροιμ. Όποιος σκάφτ' αλλονού λάκκο πέφτ' ο ίδιος (Όποιος σκάβει τον λάκκο του άλλου πέφτει ο ίδιος μέσα) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Καλλιεργώ Ανακ. : Μαυτά μας σκάφτισ̑κάμ' τα (Εμείς οι ίδιοι τα καλλιεργούσαμε) Ανακ. -Cost.