σκάβω
(ρ.)
σκάβω
[ˈskavo]
Μαλακ.
σκάφτω
[ˈskafto]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
σκάφτου
[ˈskaftu]
Μαλακ., Σίλ.
Παρατατ.
σκάφτισκα
[ˈskaftiska]
Μαλακ., Ποτάμ.
σκάφτισ̑κα
[ˈskaftiʃka]
Ανακ.
Αόρ.
έσκαψα
[ˈeskapsa]
Μαλακ., Τελμ.
Από το αρχ. ρ. σκάπτω με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt > ft] ή με μεταπλ. σε -βω με βάση το θ. του αορ. Ο τύπ. σκάβω νεότ.
1. Χτυπάω το έδαφος με ειδικό εργαλείο (σκαπάνη, τσάπα, κασμά κτλ.) και αναστρέφω το χώμα
Μαλακ., Σίλ., Τελμ.
:
|| Παροιμ.
Όποιος σκάφτ' αλλονού λάκκο πέφτ' ο ίδιος
(Όποιος σκάβει τον λάκκο του άλλου πέφτει ο ίδιος μέσα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Καλλιεργώ
Ανακ.
:
Μαυτά μας σκάφτισ̑κάμ' τα
(Εμείς οι ίδιοι τα καλλιεργούσαμε)
Ανακ.
-Cost.