ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκαλί (ουσ.) σκαλί [skaˈli] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. Από το μεσν. σκαλίον, υποκορ. του μεταγν. σκάλα.
1. Σκάλα, σκάλες Ανακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. : -Άγ̑τε ας πάμ' να κλέψομε-Πού 'ν' σκαλί;-Εγώ σκαλί νίσκομαι (Από παιδικό παιχνίδι, που παίζεται με τα δάχτυλα του χεριού, με το παιδί να είναι ο δικαστής και τα δάχτυλα οι δικαζόμενοι (που υφίστανται μικροκακώσεις ως τιμωρία από τον υποθετικό δικαστή). Στο παράδειγμα έχουμε τις φράσεις που λένε με την σειρά ο αντίχειρας, ο δείκτης και ο μέσος)
2. Σκαλοπάτι, κατώφλι Αξ.
Συνών. μπασαμάχι