σκαλί
(ουσ.)
σκαλί
[skaˈli]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
Από το μεσν. σκαλίον, υποκορ. του μεταγν. σκάλα.
1. Σκάλα, σκάλες
Ανακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
-Άγ̑τε ας πάμ' να κλέψομε-Πού 'ν' σκαλί;-Εγώ σκαλί νίσκομαι
(Από παιδικό παιχνίδι, που παίζεται με τα δάχτυλα του χεριού, με το παιδί να είναι ο δικαστής και τα δάχτυλα οι δικαζόμενοι (που υφίστανται μικροκακώσεις ως τιμωρία από τον υποθετικό δικαστή). Στο παράδειγμα έχουμε τις φράσεις που λένε με την σειρά ο αντίχειρας, ο δείκτης και ο μέσος)
2. Σκαλοπάτι, κατώφλι
Αξ.
Συνών.
μπασαμάχι