σκαφίδι
(ουσ.)
σκαφίδ'
[skaˈfið]
Ανακ., Σινασσ., Φλογ.
σκαφίρι
[skaˈfiri]
Αραβαν., Γούρδ.
σκαφίτ'
[skaˈfit]
Φερτάκ.
σκαφί
[skaˈfi]
Αξ., Τροχ.
σκα̈φί
[scæˈfi]
Μισθ.
σκεφί
[sceˈfi]
Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. σκαφίδιον, υποκορ. του αρχ. σκάφη. Ο τύπ. σκαφί με τροπή μεσοφωνηεντικού [ð] > [ʝ] (πβ. διψάδα > λιψάγια) και αποβολή. Ο τύπ, σκαφίδι νεότ.
Σκάφη, μακρύ βαθουλωτό, ξύλινο ή σιδερένιο σκεύος που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα του ψωμιού, το πότισμα των ζώων ή το πλύσιμο
ό.π.τ.
:
Ξ̑ύνισ̑καν ντου σκεφί μι ντου ξ̑ύστρου
(Έξυναν το σκαφίδι με το ξύστρο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βαβά μας το σκαφί ντώκεν το 'ς χώρας ναίκα
(Ο πατέρας μας την σκάφη την έδωσε σε ξένη γυναίκα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Ασμ.
Μάνα, ντου ζ̑υμάρ' σ' απ' του σκεφί με μισ̑αρλαdίσ'
(Μάνα, το ζυμάρι σου από το σκαφίδι να μη μείνει μισό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Οι ζευγάδες κρεύ'νι βρεχός, τα σκιαφιά κρεύ'νι ζουμάρ'
(Οι ζευγάδες θέλουν βροχή, τα σκαφίδια θέλουν ζυμάρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.