ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκάρπα (ουσ.) σκάρπα [ˈskarpa] Μισθ. Νεότ. ουσ. σκάρπα = ύψωμα χώματος (βλ. Σομ., λ. χῶμα), το οπ. από το βεν. ουσ. scarpa = διαμόρφωση της επιφάνειας ενός εδάφους ή μιας κατασκευής σύμφωνα με ένα κεκλιμένο επίπεδο.
Κανάλι ή λακκούβα εκατέρωθεν του δρόμου : Ρίψι ντου σου σκάρπα (Ρίξ' το στο κανάλι) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γούβα