σκάρπα
(ουσ.)
σκάρπα
[ˈskarpa]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. σκάρπα = ύψωμα χώματος (βλ. Σομ., λ. χῶμα), το οπ. από το βεν. ουσ. scarpa = διαμόρφωση της επιφάνειας ενός εδάφους ή μιας κατασκευής σύμφωνα με ένα κεκλιμένο επίπεδο.
Κανάλι ή λακκούβα εκατέρωθεν του δρόμου
:
Ρίψι ντου σου σκάρπα
(Ρίξ' το στο κανάλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γούβα