σκατιάρης
(ουσ. αρσ.)
σκατιάρης
[ska'tʝaris]
Μισθ.
σκατιάρ'
[ska'tʝar]
Αξ.
Από το ουσ. σκατό και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
1. Χέστης
Αραβαν.
2. Μτφ., ο μικρός άτακτος και ναζιάρης
Μισθ.