ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκατιάρης (ουσ. αρσ.) σκατιάρης [ska'tʝaris] Μισθ. σκατιάρ' [ska'tʝar] Αξ. Από το ουσ. σκατό και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
1. Χέστης Αραβαν.
2. Μτφ., ο μικρός άτακτος και ναζιάρης Μισθ.