ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκατιάρης (ουσ. αρσ.) σκατιάρης [ska'tçaris] Μισθ. σκατιάρ' [ska'tçar] Αξ. Από το ουσ. σκατό και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
1. Χέστης Αραβαν.
2. Μτφ., ο μικρός άτακτος και ναζιάρης Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025