ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκέμλε (ουσ. ουδ.) σκέμλε [ˈscemle] Αραβαν., Μισθ. σκέμνε [ˈscemne] Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ. ισκέμνε [iˈskemne] Γούρδ. σκιάμνε [ˈscamne] Μισθ. σκαμί [skaˈmi] Σίλατ. Θηλ. σκέμνια [ˈscemɲa] Αξ. σκιάμνα [ˈscamna] Μισθ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. iskemle =α) σκαμνί β) καρέκλα, όπου και τύπ. iskemni και διαλεκτ. τύπος iskemi (19ος αι., βλ. Nişanyan 2002-2022: λ. iskemle), το οπ. από το σκαμνίον, υποκορ. του μεταγν. σκάμνος, δάν. από το λατιν. scamnum. Οι τύποι με [mn] πιθ. από επίδρ. του ν. ελ. σκαμνί.
1. Σκαμνί ό.π.τ. : || Φρ. Νεκκλησ̑άς τα σκέμλις (Εκκλησιάς τα σκαμνιά˙ Τα στασίδια στην εκκλησία) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να σκἀσ' στα σκιάμνις της / Ας π͑ατλαΐσ' στου σκέμνε/σκέμλε τ' (Να σκάσει στο σκαμνί της˙ Κατάρα για τις ετοιμόγεννες εγκύους συνήθως από εκείνους που κακόψυχα δε δέχονταν να τις συγχωρήσουν προκειμένου να απαλλαγούν ευκολότερα από τις πολύ μεγάλες ωδίνες του τοκετού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σκέμν' οτασί (Δωμάτιο του σκαμνιού˙ Καθιστικό δωμάτιο σινασίτικου σπιτιού) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ.
2. Τετράγωνο τραπέζι με κοντά πόδια Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τελμ.
3. Κυβική βάση για την τοποθέτηση μαγκαλιού Σινασσ.