σκάζω
(ρ.)
σκάζου
[ˈskazu]
Μισθ.
σκάνω
[ˈskano]
Αραβ., Μαλακ.
Υποτ.
σκάσω
[ˈskaso]
Ανακ., Σινασσ.
σκάσου
[ˈskasu]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. σχάζω = σκίζω, ανοίγω κάτι, με ανομ. τρόπου άθρωσης [sx > sk]. Το σκάνω με μεταπλ. σε -άνω με βάση το θ. του αορ.
1. Σκάζω, ραγίζω
Μαλακ.
:
Σκάνει το ντουβάρι
(Σκάζει το ντουβάρι)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Συνών.
γιαριλντίζω, κανίζω
2. Αισθάνομαι υπερβολική δυσφορία, ψυχική ή οργανική, από κάτι που με πιέζει
Ανακ.
:
Εχτροί τ' να σκάσουνε
(Να σκάσουν οι εχθροί)
Ανακ.
-Cost.
|| Φρ.
Να σκἀσ' στα σκιάμνις της
(Να σκάσει στο σκαμνί της˙ Κατάρα για τις ετοιμόγεννες εγκύους από εκείνους που κακόψυχα δε δέχονταν να τις συγχωρήσουν προκειμένου να απαλλαγούν ευκολότερα από τις πολύ μεγάλες ωδίνες του τοκετού (στο Μιστί οι γυναίκες γεννούσαν όρθιες ή μη ξαπλωτές).)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
- Κόρη μου, δεν παdρεύεσαι να πάρεις νέον άdρα;-Κάλλιο να σκάσ' ο μαύρος σου παρά τον λόγον που 'πες.
Σινασσ.
-Αρχέλ.