σιτιλόκκο
(ουσ. ουδ.)
σ̑ιτιλόκκο
[ʃitiˈloko]
Φάρασ.
Από το ουσ. σιτίλι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό δοχείο με λαβή για την μεταφορά του αγιασμού